θύννειος

θύννειος
θύννειος, -α, -ον (Α) [θύννος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θύννο, στον τόν(ν)ο
2. (το ουδ. εν. ή πληθ.) τὸ θύννειον (ενν. κρέας) και τα θύννεια (ενν. κρέα)
η σάρκα τού τόν(ν)ου
3. φρ. «ταρίχη θύννεια» — κρέας τόν(ν)ου που διατηρείται με αλάτισμα, παστός τόν(ν)ος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θυννείων — θύννειος of the tunny fish fem gen pl θύννειος of the tunny fish masc/neut gen pl θυννεῖον of the tunny fish neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννειον — θύννειος of the tunny fish masc acc sg θύννειος of the tunny fish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυννείου — θύννειος of the tunny fish masc/neut gen sg θυννεῖον of the tunny fish neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννεια — θύννειος of the tunny fish neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύννειοι — θύννειος of the tunny fish masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυννεία — θυννείᾱ , θύννειος of the tunny fish fem nom/voc/acc dual θυννείᾱ , θύννειος of the tunny fish fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυνναίος — θυνναῑος, αία, ον (Α) [θύννος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόν(ν)ο, θύννειος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυνναῑον η προσφορά στον Ποσειδώνα τού πρώτου τόν(ν)ου που αλιεύθηκε …   Dictionary of Greek

  • θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”